Το επάγγελμα του ψυχολόγου διέπεται από αυστηρή δεοντολογία και κανόνες ηθικής που διασφαλίζουν το υψηλό επίπεδο της παρεχόμενης υπηρεσίας και την ασφάλεια των δεδομένων των πελατών. Οι  βασικότεροι κανόνες δεοντολογίας είναι οι εξής:

  • η τήρηση της ανωνυμίας των πελατών
  • η τήρηση του απορρήτου των πληροφοριών που παρέχονται από τον πελάτη
  • η μη δημοσίευση των πληροφοριών του πελάτη ή της σχέσης του με την ψυχολόγο
  • η επάρκεια του ψυχολόγου σε σχέση με τις παρεχόμενες υπηρεσίες
  • η διαρκής ενημέρωση της ψυχολόγου πάνω στην εξέλιξη της επιστήμης της ψυχολογίας
  • η προάσπιση των συμφερόντων των πελατών και η αποφυγή των περιπτώσεων σύγκρουσης συμφερόντων

Οι βασικοί κανόνες δεοντολογίας του επαγγέλματος όπως και το ειδικό πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ του πελάτη και της ψυχολόγου συζητιούνται αναλυτικά πριν την έναρξη της συνεργασίας και κατά τη διάρκεια αυτής, αν χρειαστεί. Για την πληρέστερη ενημέρωση των ενδιαφερομένων παρατίθενται παρακάτω:

  • ο Κώδικας Δεοντολογίας Συλλόγου Ελλήνων Ψυχολόγων,
  • ο Μετα-Κώδικας Ηθικής Της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Συλλόγων Επαγγελματιών Ψυχολόγων και
  • ο Καταστατικός Χάρτης Επαγγελματικής Ηθικής Για Τους Ψυχολόγους.

Πηγή αυτών των στοιχείων αποτελεί η επίσημη ιστοσελίδα του ΣΕΨ, Συλλόγου Ελλήνων Ψυχολόγων. Η λήψη των αρχείων έγινε τον Μάρτιο του 2020 και ενδέχεται να υπάρξει τροποποίησή τους από τον ΣΕΨ. Για τον λόγο αυτό κρίνεται απαραίτητη η χρήση της επίσημης ιστοσελίδας από τους ενδιαφερόμενους. http://www.seps.gr/index.php/kodiakas-deontologias/2010-02-22-13-48-40.

 

ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΕΛΛΗΝΩΝ ΨΥΧΟΛΟΓΩΝ

Ο παρών κώδικας δεοντολογίας σκοπό έχει να κρατήσει υψηλά το κύρος του επαγγέλματος του ψυχολόγου στην Ελλάδα και να συντελέσει στην πραγμάτωση της αποστολής του.

Ο κώδικας απευθύνεται στους ψυχολόγους είτε ασκούν κλινική πράξη (έργο) είτε διεξάγουν έρευνα είτε διδάσκουν είτε συγγράφουν ψυχολογικού περιεχομένου κείμενα.

Για την Ελλάδα η κατάρτιση κώδικα και η πιστή τήρηση των βασικών αρχών επαγγελματικής διαγωγής που διαγράφει, επιβάλλεται και για έναν επιπρόσθετο λόγο: την έλλειψη επαγγελματικής παραδόσεως εξ αιτίας της νεότητας του επαγγέλματος.

 

Ι

Γενικές Υποχρεώσεις

  1. – Πρωταρχική υποχρέωση του ψυχολόγου είναι να διαφυλάξει το κύρος του επαγγέλματός του που το επιτυγχάνει:

Με το σεβασμό προς τον άνθρωπο και τα δικαίωματά του, την αντικειμενικότητα, την αξιοπρέπεια, την ευσυνειδησία, την υψηλή συναίσθηση ευθύνης και την συμπεριφορά που εμπνέει εμπιστοσύνη και γενικά τη διατήρηση του έργου του σε υψηλά επίπεδα.

  1. – Ειδικότερα ο ψυχολόγος φροντίζει ώστε οι πράξεις, οι ενέργειες και γενικά η συμπεριφορά του να μη μειώνουν το επάγγελμά του στην κοινή γνώμη και ιδίως να μην έρχονται σε αντίθεση προς το «δημόσιο αίσθημα» του τόπου, όπου το ασκεί.
  2. – Ο ψυχολόγος φροντίζει να διατηρεί υψηλό το επίπεδο της εργασίας και να προφυλάσσει την επιστήμη του και τις μεθόδους της από κάθε φθορά στην κοινή γνώμη. Ειδικότερα φροντίζει να εξασφαλίζει κατάλληλους όρους και συνθήκες για την διεξαγωγή της εργασίας του.
  3. – Ο ψυχολόγος όταν ασκεί την επαγγελματική πράξη, βασίζεται σε μεθόδους και τεχνικές που έχουν κατοχυρωθεί ως όργανα επιστημονικής ψυχολογικής εξέτασης, έχει υπ’ όψη του τα όριά του και φροντίζει να επαληθεύει τα ευρήματά του.
  4. – Όταν δεν υφίστανται εγγυήσεις για την τήρηση όρου ή όρων των εδαφίων 1, 2 ή 3, ο ψυχολόγος απέχει από το να προσφέρει τις υπηρεσίες του.
  5. – Η ιδιότητα του μέλους του Συλλόγου Ελλήνων Ψυχολόγων δεν χρησιμοποιείται για σκοπούς που έρχονται σε αντίθεση με το καταστατικό του.

 

ΙΙ

Σχέση προς συναδέλφους  

  1. – Αυτονόητο είναι ότι η παρουσίαση των τίτλων σπουδών καθώς και η αναγραφή ενδεχομένως των τίτλων και της εξειδίκευσης του ψυχολόγου σε πινακίδες, επισκεπτήρια και άλλα έντυπα, πρέπει να ανταποκρίνεται απόλυτα προς την πραγματικότητα.
  2. – Η γνωστοποίηση της επαγγελματικής ιδιότητας του ψυχολόγου πρέπει να γίνει κατά τρόπο ανάλογο προς το επίπεδο του επαγγέλματος και το ρόλο του ψυχολόγου στην κοινωνία.
  3. – Όταν ο ψυχολόγος προσφέρει τη βοήθειά του αντί αμοιβής, η αμοιβή του δεν πρέπει να είναι κατώτερη από τα καθορισμένα για το επάγγελμα όρια.
  4. – Δυσμενείς κρίσεις για συναδέλφους δημοσίως, έστω και χωρίς να αναφέρονται ονόματα, φθείρουν το επάγγελμα στην κοινή συνείδηση και είναι επιζήμιες για όλους τους εκπροσώπους του.
  5. – Όταν κάποιος πελάτης ζητά τις υπηρεσίες του ψυχολόγου, ενώ ήδη δέχεται τις υπηρεσίες ενός άλλου σχετικού επιστήμονα, ο ψυχολόγος εξετάζει προσεκτικά την κατάσταση και τους λόγους που οδήγησαν τον πελάτη να απευθυνθεί για πρόσθετη βοήθεια και έρχεται σε συνεννόηση με τον αρχικό επιστήμονα, ώστε να αποφευχθούν συγχύσεις ή συγκρούσεις με τον πελάτη ή τον συνάδελφο. Επίσης συνιστάται ο ψυχολόγος που προσλαμβάνεται σε μια θέση ή που αναλαμβάνει τη διδασκαλία μαθημάτων, να ενημερώνει σχετικά τον προκάτοχό του, εφόσον υπάρχει.
  6. – Όσοι έχουν συμβάλλει σε μια εργασία που ανακοινώνεται, ή στη διαμόρφωση ενός τεστ, μνημονεύονται ονομαστικά ανάλογα με τη συμβολή τους είτε συγγραφείς είτε στον πρόλογο ή σε υποσημείωση.

Ο ψυχολόγος επίσης δεν ιδιοποιείται την εργασία άλλου επιστήμονα. Όταν καταχωρεί σε εργασία του υλικά άλλων συναδέλφων, διατηρεί τα στοιχεία του επιστήμονα που εκπόνησε την εργασία ή το τεστ.

 

ΙΙΙ

Σχέση προς εκπροσώπους άλλων επαγγελμάτων 

  1. – Ο ψυχολόγος δεν εισέρχεται στα έργα και στη δικαιοδοσία συγγενών επαγγελμάτων από υπέρβαση άσκησης του δικού του επαγγέλματος. Ειδικότερα, οφείλει να μην αναλαμβάνει να κάνει διάγνωση ή να καθορίσει θεραπευτική αγωγή ή να προσφέρει υπηρεσία ή συμβουλές για προβλήματα ή συμπτώματα που βρίσκονται έξω από τα αναγνωρισμένα όρια της ψυχολογικής πράξης.
  2. – Όταν εκπρόσωπος άλλης ειδικότητας παραπέμπει ένα άτομο σε ψυχολόγο, σε περίπτωση που παρουσιασθεί ανάγκη ο ψυχολόγος να αποστείλει το άτομο αυτό σε άλλο συνάδελφο, ψυχολόγο ή ψυχίατρο, ο ψυχολόγος πρέπει να έλθει προηγουμένως σε συνεννόηση με εκείνον που αρχικά παρέπεμψε την περίπτωση.
  3. – Στοιχεία για τον πελάτη που ανακοινώνονται στον ψυχολόγο από συνάδελφό του ή άλλον ειδικό επιστήμονα, γνωστοποιούνται μόνο ύστερα από συγκατάθεση εκείνου που τα παρείχε.

 

IV

Σχέση προς τις Υπηρεσίες όπου εργάζεται

  1. – Ο ψυχολόγος κατά την άσκηση της επαγγελματικής πράξης, κλινικής η σχολικής, ή βιομηχανικής ψυχολογίας, μέσα σε σχολικές, κοινωνικές ή οικονομικές μονάδες, τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο όχι μόνο προκειμένου για πρόσωπα που εξετάζει, αλλά και για θέματα που αφορούν τις μονάδες αυτές.
  2. – Ο ψυχολόγος που αναλαμβάνει εργασία σε κάποιον φορέα, ενημερώνει ευθύς εξ αρχής τον εργοδότη του για τους περιορισμούς και τις υποχρεώσεις που του διαγράφει η δεοντολογία του.

3.- Στην περίπτωση που φορέας αναθέτει σε ψυχολόγο τη διεξαγωγή μιας έρευνας ή μελέτης, συνιστάται να καθορίζονται από πριν, με ειδική γραπτή συμφωνία, τα χρονικά όρια από την κατάθεση της εργασίας έως τη δημοσίευσή της από τον φορέα, η κυριότητα του ανεπεξέργαστου ψυχολογικού υλικού και οι λοιποί όροι συνεργασίας.

 

V

Σχέση προς τους πελάτες  ή προς Υποκείμενα πειραματισμού

  1. – Ο ψυχολόγος έχει πρωταρχική υποχρέωση απέναντι στον πελάτη του να τηρεί πλήρη εχεμύθεια για ό,τι περιέχεται σε γνώση του από την ιδιωτική ζωή και τις πράξεις του ακόμα και αν δεν του τα έχει ανακοινώσει ο ίδιος ο πελάτης. Η ίδια υποχρέωση ισχύει και για τα υποκείμενα έρευνας, που πρέπει οπωσδήποτε να κατοχυρώνεται η ανωνυμία τους, εκτός αν συμφωνηθεί διαφορετικά.
  2. – Ο ψυχολόγος δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει για ιδιοτελείς σκοπούς πληροφορίες που έτυχε να αντλήσει από τον πελάτη του.
  3. – Συνιστάται ο ψυχολόγος να μην προβαίνει σε μαγνητοφώνηση, κινηματογραφική λήψη ή φωτογράφηση (εκτός της καταγραφής συμπεριφοράς κοινωνικού συνόλου) χωρίς να το γνωρίζει ο πελάτης του ή τα υποκείμενα της έρευνας.
  4. – Ο ψυχολόγος δεν προσφέρει αυτόβουλα τις υπηρεσίες του σε μελλοντικούς πελάτες είτε παρακινεί κανένα να υποβληθεί σε ψυχολογική εξέταση από αυτόν, ακόμη και χωρίς αμοιβή.
  5. – Ο ψυχολόγος καλό είναι να μην προσφέρει ψυχολογικές υπηρεσίες σε πρόσωπα του οικογενειακού του περιβάλλοντος ή σε πρόσωπα που τα συνδέει στενή φιλία μαζί του.
  6. – Λύση της υποχρέωσης για την τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου επιτρέπεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου ο ψυχολόγος έχει σχηματίσει τη γνώμη ότι κινδυνεύει η ζωή (ασφάλεια) του πελάτη του ή η ζωή και η σωματική ακεραιότητα τρίτων προσώπων. Στην περίπτωση αυτή, η ανακοίνωση γίνεται μόνο σε αρμόδια πρόσωπα ή φορείς (οικείους, κηδεμόνα, δικαιοσύνη).
  7. – Δεν επιτρέπεται στον ψυχολόγο να παρουσιασθεί ως μάρτυρας υπεράσπισης ή κατηγορίας του πελάτη του.
  8. – Ο ψυχολόγος δεν συζητά, περιπτώσεις πελατών του σε κύκλους εξωεπαγγελματικούς ή μη συγγενών επαγγελμάτων. Αν κατά τη διδασκαλία του ή στα συγγράματά του θέλει να χρησιμοποιήσει υλικό περιπτώσεων, φροντίζει οπωσδήποτε να κατοχυρωθεί η απόλυτη ανωνυμία τους.
  9. – Ο ψυχολόγος μεριμνά για τη διαφύλαξη της ασφάλειας του υλικού που κατέχει και αφορά τους πελάτες του, περιλαμβανομένων στοιχείων που διατηρεί σε ηλεκτρονικό υπολογιστή. Όταν δεν μπορεί να έχει πλήρη έλεγχο των κατοχυρωμένων στο αρχείο του πληροφοριών, κάνει διάκριση στις πληροφορίες που εισάγει ή κωδικοποιεί τις περιπτώσεις.
  10. – Ο ψυχολόγος κατά την διεξαγωγή ερευνών, πληροφορεί τους εξεταζόμενους για τις πτυχές της έρευνας που πιθανώς να επηρέαζαν τη θέληση τους να συμμετέχουν σε αυτήν και δίνει εξηγήσεις σε θέματα που εγείρουν οι συμμετέχοντες. Σε περιπτώσεις παιδιών ή ατόμων που αδυνατούν να δώσουν τη συγκατάθεσή τους, πρέπει να ζητείται η συγκατάθεση του νόμιμου εκπροσώπου τους.

Ο ερευνητής αναγνωρίζει το δικαίωμα στα συμμετέχοντα σε μια έρευνα υποκείμενα, να αποσυρθούν από την έρευνα, οποιαδήποτε στιγμή.

  1. – Ο ψυχολόγος κατά την διεξαγωγή ερευνών προσπαθεί να αποφεύγει υπέρμετρη κατανόηση, συγκίνηση ή ταλαιπωρία των εξεταζόμενων., σωματική ή ψυχική, ιδιαίτερα  όταν πρόκειται για ανηλίκους. Ακόμα, εξετάζει προσεχτικά την πιθανότητα μακροπρόθεσμων ανεπιθύμητων συνεπειών στα υποκείμενα που μετέχουν στην έρευνα, κι έχει την ευθύνη για να τις επισημάνει και να τις αφαιρέσει, τροποποιώντας πιθανώς το πειραματικό σχέδιο, όσο αυτό είναι δυνατόν. Ανάλογη φροντίδα πρέπει να λαμβάνεται και για τα πειραματόζωα μέσα στα πλαίσια των σχετικών πειραματισμών.

12.- Ο ψυχολόγος αποφεύγει να επαναλάβει ψυχολογικές δοκιμασίες που έχουν ήδη γίνει από συνάδελφό του στο ίδιο πρόσωπο, πριν περάσει ένα εύλογο χρονικό διάστημα.

 

VI

Μέριμνα για το ψυχολογικό υλικό  

  1. – Δεν επιτρέπεται η διάδοση τεστ κατά οποιοδήποτε τρόπο μεταξύ προσώπων μη ειδικών, είτε ως κυκλοφορία τους είτε ως ανατύπωση ή περιγραφή τους σε εκλαϊκευτικές περιοδικές εκδόσεις, έντυπα ή εκπομπές καθώς και η χρησιμοποίηση τους για άλλους σκοπούς εκτός αυτούς της ψυχολογικής εκτίμησης γιατί τα φθείρει και τα αχρηστεύει ως ψυχομετρικά όργανα άσκησης του επαγγέλματος. Εάν υποπέσει στην αντίληψη του ψυχολόγου, σχετικό συμβάν, οφείλει να ενημερώσει χωρίς αναβολή τον Σύλλογο.
  2. – Όταν χρησιμοποιεί ψυχολογικές δοκιμασίες, ο ψυχολόγος σέβεται το δικαίωμα του πελάτη του να έχει επεξήγηση της φύσης και του σκοπού των δοκιμασιών αυτών. Οι επεξηγήσεις πρέπει να είναι σε γλώσσα χωρίς τεχνικούς όρους, που ο εξεταζόμενος μπορεί να κατανοήσει χωρίς να παρερμηνεύσει. Αν η εκ των προτέρων γνώση του τι μετρά το τεστ (π.χ. προσωπικότητας) καθιστά άκυρο το όργανο αυτό, ο ψυχολόγος μπορεί να δώσει επεξηγήσεις μετά την χορήγηση του τεστ. Αν η κατάσταση του πελάτη είναι ειδική (π.χ. παιδί), τότε επεξηγήσεις δίνονται στον εκπρόσωπό του.
  3. – Η χορήγηση, αξιολόγηση και ερμηνεία ψυχολογικών τεστ., από υπηρεσίες ή μονάδες που χρησιμοποιούν γι’ αυτά ηλεκτρονικούς υπολογιστές, θεωρείται επαγγελματική δραστηριότητα και διέπεται από τις ανάλογες αρχές, τις οποίες ο υπεύθυνος της μονάδας και οι συνεργάτες του οφείλουν να εφαρμόζουν.
  4. – Η συλλογή υλικού με ομαδική χορήγηση τεστ, γίνεται είτε από τον ίδιο τον ερευνητή είτε από άλλα πρόσωπα, με ανάλογη όμως ειδική προάσκηση και με την  προσωπική εποπτεία και ευθύνη του ερευνητή.
  5. – Ο ψυχολόγος μειώνει την αξιοπιστία των πορισμάτων των ερευνών του, αν παράλληλα προς αυτά δεν παρουσιάσει ακριβή και πλήρη στοιχεία για τις μεθόδους, το δείγμα, το υλικό και τις συνθήκες γενικά διεξαγωγής των ερευνών.
  6. – Σε περίπτωση που ο ψυχολόγος θα χρειασθεί να χορηγήσει γραπτή γνωμάτευση, οφείλει να αναφέρει μέσα τον αποδέκτη και τον σκοπό για τον οποίο χορηγείται.
  7. – Ψυχολογικές γνωματεύσεις ή εκθέσεις χορηγούνται από τον ψυχολόγο μόνο για επαγγελματική χρήση και όχι για ιδιωτική χρήση και απευθύνονται μόνο σε αρμόδια πρόσωπα ή υπηρεσίες.
  8. – Δεν επιτρέπεται η γραπτή ή προφορική ανακοίνωση του Δείκτη Νοημοσύνης (Ι.Q) σε γονείς, ασθενείς, σε ιδρύματα ή υπηρεσίες, όταν δεν διατηρούν ψυχολογικές υπηρεσίες. Ανακοινώνεται μόνο η κατηγορία στην οποία ανήκει ο πελάτης (π.χ. κανονική, ανωτέρα κ.α.). Γενικά αποφεύγεται η ανακοίνωση κάθε λεπτομέρειας που μπορεί να οδηγήσει σε παρερμηνείες.

 

VII

Η τήρηση των διατάξεων του παρόντος αποτελεί υποχρέωση για τα μέλη του Συλλόγου. Ο έλεγχος του κώδικα είναι έργο του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου.

 

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΨΥΧΟΛΟΓΩΝ
ΜΕΤΑ-ΚΩΔΙΚΑΣ ΗΘΙΚΗΣ

  1. Προοίμιο

Οι ψυχολόγοι αναπτύσσουν ένα έγκυρο και αξιόπιστο σύνολο γνώσεων βασισμένων στην έρευνα και εφαρμόζουν τις γνώσεις αυτές στις ψυχολογικές διεργασίες και την ανθρώπινη συμπεριφορά μέσα σε διάφορα πλαίσια. Για το σκοπό αυτό, επιτελούν πολλούς ρόλους σε διαφόρους τομείς, όπως στην έρευνα, την εκπαίδευση, την αξιολόγηση, τη θεραπεία, τη γνωμάτευση, καθώς και στην πραγματογνωμοσύνη, για να αναφέρουμε μόνο μερικούς από τους τομείς αυτούς.

Προσπαθούν, επίσης, να βοηθούν το ευρύ κοινό να αναπτύσσει, κατόπιν πληροφόρησης, κρίσεις και επιλογές σχετικά με την ανθρώπινη συμπεριφορά και να βελτιώνουν την κατάσταση τόσο των ατόμων όσο και της κοινωνίας.

Η EFPPA (Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Συλλόγων Επαγγελματιών Ψυχολόγων) οφείλει να εξασφαλίζει ότι οι κώδικες ηθικής των συλλόγων-μελών της θα συμφωνούν με τις ακόλουθες θεμελιώδεις αρχές, οι οποίες σκοπό έχουν να προσφέρουν γενικές θεωρήσεις και κατευθύνσεις για την κάλυψη όλων των περιπτώσεων που μπορεί να συναντήσουν οι επαγγελματίες ψυχολόγοι.

 

  1. Αρχές  Ηθικής

2.1 Σεβασμός των Δικαιωμάτων και της Αξιοπρέπειας του Ατόμου

Οι ψυχολόγοι αποδίδουν τον ανάλογο σεβασμό και προάγουν την ανάπτυξη των θεμελιωδών δικαιωμάτων, της αξιοπρέπειας και αξίας όλων των ανθρώπων. Επίσης, σέβονται τα δικαιώματα των ατόμων, όπως το απόρρητο της προσωπικής ζωής, τον αυτοκαθορισμό και την αυτονομία, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις λοιπές επαγγελματικές υποχρεώσεις των ψυχολόγων και το νόμο.

2.2 Υπευθυνότητα

Οι ψυχολόγοι γνωρίζουν τις επαγγελματικές και επιστημονικές ευθύνες απέναντι στους πελάτες τους, την κοινότητα και την κοινωνία, μέσα στην οποία ζουν και εργάζονται. Οι ψυχολόγοι αποφεύγουν να προξενήσουν βλάβη, είναι υπεύθυνοι για τις πράξεις τους και βεβαιώνονται, στο μέτρο του δυνατού, ότι δεν γίνεται κακή χρήση των υπηρεσιών τους.

2.3 Επάρκεια

Οι ψυχολόγοι προσπαθούν να εξασφαλίσουν και να διατηρήσουν υψηλά κριτήρια επάρκειας στην εργασία τους. Αναγνωρίζουν τα όρια των ιδιαίτερων ικανοτήτων τους και τους περιορισμούς της ειδικότητάς τους. Παρέχουν μόνο τις υπηρεσίες εκείνες και χρησιμοποιούν μόνο τις τεχνικές εκείνες, για τις οποίες διαθέτουν τα απαραίτητα προσόντα, λόγω των σπουδών, της εκπαίδευσης ή της εμπειρίας τους.

2.4 Ακεραιότητα

Οι ψυχολόγοι προάγουν την ακεραιότητα του χαρακτήρα στην επιστήμη, τη διδασκαλία και την άσκηση της ψυχολογίας. Στις δραστηριότητές τους αυτές, οι Ψυχολόγοι είναι έντιμοι, δίκαιοι και σέβονται τους άλλους. Προσπαθούν να αποσαφηνίσουν στα ενδιαφερόμενα μέρη το ρόλο που οι ίδιοι διαδραματίζουν και λειτουργούν καταλλήλως, σύμφωνα με τους ρόλους αυτούς.

 

  1. Περιεχόμενο Κωδίκων Ηθικής των Συλλόγων Μελών

Η EFPPA παρέχει τις ακόλουθες οδηγίες για το περιεχόμενο των Κωδίκων Ηθικής των Συλλόγων μελών της. Ο Κώδικας Ηθικής ενός Συλλόγου θα πρέπει να καλύπτει όλες τις πλευρές της επαγγελματικής συμπεριφοράς των μελών του.

Οι Κώδικες Ηθικής των Συλλόγων μελών θα πρέπει να βασίζονται – και σίγουρα να μην αντιβαίνουν – στις Αρχές Ηθικής που καθορίστηκαν ανωτέρω.

Στον ακόλουθο Μετα-Κώδικα ο όρος “πελάτης” αναφέρεται σε κάθε άτομο ή άτομα σε αλληλεξάρτηση, ή σε οργανισμούς, με τους οποίους οι ψυχολόγοι έχουν επαγγελματική σχέση, συμπεριλαμβανομένων και των έμμεσων σχέσεων.

Οι Κώδικες Ηθικής των επαγγελματιών ψυχολόγων πρέπει να λαμβάνουν υπ’ όψιν τα ακόλουθα:

  • Η επαγγελματική συμπεριφορά των ψυχολόγων πρέπει να εξετάζεται μέσα στο πλαίσιο ενός επαγγελματικού ρόλου, που χαρακτηρίζεται από την επαγγελματική σχέση.
  • Η φύση των επαγγελματικών σχέσεων των ψυχολόγων – εκτός των σχέσεων με τους συναδέλφους – εμπεριέχει την ανισότητα γνώσεων και ισχύος.
  • Όσο μεγαλύτερη είναι η ανισότητα μέσα στην επαγγελματική σχέση και όσο μεγαλύτερη είναι η εξάρτηση των πελατών, τόσο βαρύτερη είναι η ευθύνη του επαγγελματία ψυχολόγου.
  • Οι υπευθυνότητες των ψυχολόγων πρέπει να εξετάζονται μέσα στα πλαίσια του σταδίου εξέλιξης της επαγγελματικής σχέσης.

[Ν. Β. Η Ομάδα  Εργασίας σκοπεύει να προσθέσει εδώ δύο ακόμα προτάσεις

α) σχετικά με την αλληλεξάρτηση τωv τεσσάρων Αρχών

β) σχετικά με την ενασχόληση των εθνικών Συλλόγων με την ανάπτυξη εκπαιδευτικών και άλλων μέσων υποστήριξης των μελών τους για να εναρμονιστούν με τις δεοντολογικές διαστάσεις κατά την άσκηση τoυ επαγγέλματος  τους.

Η κατάλληλη διατύπωση θα συζητηθεί  από την Ομάδα Εργασίας τo Μάρτιο. ]

3.1 Σεβασμός για τα Δικαιώματα και την Αξιοπρέπεια του Ατόμου

3.1.1 Γενικός Σεβασμός

α) Επίγνωση και σεβασμός για τις γνώσεις, τη διορατικότητα, την εμπειρία και τους τομείς εμπειρογνωμοσύνης των πελατών, σχετικών τρίτων μερών, συναδέλφων, σπουδαστών και του κοινού.

β) Επίγνωση των διαφορετικών ρόλων, των ατομικών και πολιτιστικών χαρακτηριστικών, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που οφείλονται σε αναπηρία, φύλο, σεξουαλικό προσανατολισμό, φυλή, εθνότητα, εθνική καταγωγή, ηλικία, θρησκεία, γλώσσα και κοινωνικο-οικονομική κατάσταση.

γ) Αποφυγή μεθόδων που είναι απόρροια μεροληπτικής προδιάθεσης και προκατάληψης, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε άδικες διακρίσεις.

 

3.1.2 Απόρρητο και Εχεμύθεια

α) Η αναζήτηση και κοινοποίηση πληροφοριών περιορίζεται μόνο σε αυτές που χρειάζονται για επαγγελματικούς σκοπούς.

β) Επαρκής αποθήκευση και χειρισμός πληροφοριών και αρχείων, οποιασδήποτε μορφής, με σκοπό την εξασφάλιση του απορρήτου, καθώς και λογική λήψη προληπτικών μέτρων, ώστε να παραμένουν ανώνυμα τα στοιχεία όταν χρειάζεται, και περιορισμός της πρόσβασης σε αναφορές και αρχεία για τα άτομα εκείνα που έχουν νόμιμη ανάγκη /νομιμοποιούνται να τα γνωρίζουν.

γ) Υποχρέωση να λαμβάνουν γνώση οι πελάτες, και όσοι άλλοι έχουν κάποια επαγγελματική σχέση, των νόμιμων περιορισμών για τη διατήρηση του απορρήτου.

δ) Υποχρέωση των ψυχολόγων να επιζητούν τη διατήρηση του απορρήτου, όταν επιδιώκονται αποκαλύψεις από το νομικό σύστημα.

ε) Αναγνώριση της σύγκρουσης που μπορεί να προκύψει ανάμεσα στο απόρρητο και την προστασία ενός πελάτη ή άλλων σημαντικών τρίτων μερών.

στ) Δικαίωμα των πελατών να έχουν πρόσβαση σε αρχεία και αναφορές / εκθέσεις, που τους αφορούν και τα οποία παρέχουν επαρκείς και κατανοητές πληροφορίες και εξυπηρετούν το συμφέρον τους.

ζ) Τήρηση αρχείων και σύνταξη εκθέσεων έτσι ώστε να καθίσταται δυνατή η πρόσβαση του πελάτη σ’ αυτά, χωρίς να διακινδυνεύεται η εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που αφορούν άλλους/τρίτους.

 

3.1.3 Συγκατάθεση κατόπιν ενημέρωσης και Ελευθερία Συγκατάθεσης

α) Διασάφηση και συνεχής συζήτηση των επαγγελματικών ενεργειών, μεθόδων και πιθανών συνεπειών των πράξεων του ψυχολόγου, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ότι ο πελάτης θα δώσει τη συγκατάθεσή του πριν και κατά τη διάρκεια της ψυχολογικής παρέμβασης.

β) Διασάφηση προς τους πελάτες των διαδικασιών τήρησης αρχείων και σύνταξης εκθέσεων και αναφορών.

γ) Αναγνώριση ότι μπορεί να υπάρχουν περισσότεροι του ενός πελάτες, οι οποίοι μπορεί να είναι πρώτης και δεύτερης τάξεως πελάτες που έχουν διαφορετικές επαγγελματικές σχέσεις με τον ψυχολόγο, ο οποίος, ως εκ τούτου, έχει μία σειρά ευθυνών.

 

3.1.4 Αυτοκαθορισμός

α) Μεγιστοποίηση της αυτονομίας και του αυτοκαθορισμού του πελάτη, που συμπεριλαμβάνει και το γενικό του δικαίωμα να αρχίζει και να διακόπτει την επαγγελματική σχέση με τον ψυχολόγο.

β) Καθορισμός των ορίων του αυτοκαθορισμού λαμβάνοντας υπ’ όψιν παράγοντες όπως το αναπτυξιακό / εξελικτικό στάδιο του πελάτη, την ψυχική υγεία και τους περιορισμούς που ορίζονται από τις νόμιμες διαδικασίες.

 

3.2 Υπευθυνότητα

3.2.1 Γενική Υπευθυνότητα

Για την ποιότητα και τις συνέπειες των επαγγελματικών δραστηριοτήτων των ψυχολόγων.

3.2.2 Προαγωγή Υψηλών Κριτηρίων

Προαγωγή και διατήρηση υψηλών κριτηρίων επιστημονικής και επαγγελματικής δράσης και απαίτηση από τους ψυχολόγους να οργανώνουν τις δραστηριότητές τους σύμφωνα με τον Κώδικα Ηθικής.

3.2.3 Αποφυγή Βλάβης

Αποφυγή της κακής χρήσης των ψυχολογικών γνώσεων και πρακτικών, και ελαχιστοποίηση της βλάβης που είναι προβλέψιμη αλλά αναπόφευκτη.

3.2.4 Συνέχεια της Φροντίδας

α) Ευθύνη για την αναγκαία συνέχιση της επαγγελματικής φροντίδας των πελατών, η οποία περιλαμβάνει συνεργασία με άλλους επαγγελματίες και κατάλληλη/ανάλογη δραστηριοποίηση σε περίπτωση που ένας ψυχολόγος χρειαστεί να αναστείλει ή να διακόψει / παύσει την ενασχόλησή του.

β) Ευθύνη έναντι του πελάτη, που συνεχίζεται και μετά την επίσημη λήξη της επαγγελματικής σχέσης, σε περίπτωση νέας επαφής με θέματα που απορρέουν εκ της αρχικής επαγγελματικής σχέσης.

3.2.5 Εκτεταμένη Ευθύνη

Ανάληψη της γενικής ευθύνης για επιστημονικές και επαγγελματικές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων και των κριτηρίων ηθικής για τους εργαζομένους, βοηθούς, εποπτευόμενους και σπουδαστές.

3.2.6 Επίλυση Διλημμάτων

Αναγνώριση ότι παρουσιάζονται ηθικά διλήμματα και ότι είναι ευθύνη του ψυχολόγου να αποσαφηνίσει τέτοια διλήμματα και να συμβουλευτεί συναδέλφους και/ή τον εθνικό Σύλλογο, καθώς και να πληροφορήσει άλλους που σχετίζονται με το θέμα για τις απαιτήσεις του Κώδικα Ηθικής.

3.3 Ικανότητα / Επάρκεια

3.3.1 Γνώσεις  Ηθικής

Υποχρέωση να διαθέτουν καλή γνώση της ηθικής, συμπεριλαμβανομένου και του Κώδικα Ηθικής, και να εντάσσουν τα ζητήματα ηθικής στην επαγγελματική πρακτική.

3.3.2 Όρια Ικανοτήτων

Υποχρέωση να ασκούν το επάγγελμα εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που προκύπτουν από τις σπουδές και την εμπειρία τους.

3.3.3 Όρια Μεθόδων

α) Υποχρέωση να έχουν επίγνωση των ορίων για τις διαδικασίες των ειδικών έργων, και των ορίων για τα συμπεράσματα που μπορούν να συναχθούν σε διάφορες περιστάσεις και για διαφορετικούς σκοπούς.

β) Υποχρέωση να έχουν επίγνωση και να δρουν μέσα στα πλαίσια της κριτικής ανάπτυξης, από την ψυχολογική κοινότητα, των θεωριών και μεθόδων.

3.3.4 Συνέχιση της Ανάπτυξης

Υποχρέωση να συνεχίζουν την επαγγελματική ανάπτυξη.

3.3.5 Ανικανότητα

Υποχρέωση να μην ασκούν το επάγγελμα, όταν έχει επηρεαστεί αρνητικά (προσωρινά ή μόνιμα) η ικανότητα και η κρίση τους.

3.4 Ακεραιότητα

3.4.1 Αναγνώριση των Επαγγελματικών Περιορισμών

Υποχρέωση να είναι σκεπτικοί και ανοιχτοί στο θέμα των προσωπικών και επαγγελματικών περιορισμών, και μία σύσταση για την επιδίωξη επαγγελματικής συμβουλής και υποστήριξης όταν βρεθούν κάτω από δύσκολες συνθήκες.

3.4.2 Εντιμότητα και Ακρίβεια

α) Ακρίβεια κατά την παρουσίαση των σχετικών προσόντων, σπουδών, εμπειρίας, ικανοτήτων και συνεργασιών.

β) Ακρίβεια κατά την παρουσίαση πληροφοριών και ευθύνη να αναγνωρίζουν και να μην αποκρύπτουν εναλλακτικές υποθέσεις, στοιχεία, ή ερμηνείες.

γ) Εντιμότητα και ακρίβεια αναφορικά με τις οικονομικές προεκτάσεις της επαγγελματικής σχέσης.

δ) Αναγνώριση της ανάγκης για ακρίβεια και των περιορισμών των συμπερασμάτων και κρίσεων, που εκφράζονται στις επαγγελματικές εκθέσεις και κρίσεις.

3.4.3 Ευθύτητα και Ειλικρίνεια

α) Γενική υποχρέωση να παρέχουν πληροφορίες και να αποφεύγουν την παραπλάνηση / εξαπάτηση κατά την ερευνητική και επαγγελματική πρακτική.

β) Υποχρέωση να μην αποκρύπτουν πληροφορίες ή να μην εμπλέκονται σε ευκαιριακή παραπλάνηση, αν υπάρχουν εναλλακτικές μέθοδοι. Σε περίπτωση που έχει εκδηλωθεί εξαπάτηση, είναι υποχρεωμένοι να ενημερώσουν και να αποκαταστήσουν την αλήθεια.

3.4.4 Σύγκρουση Συμφερόντων και Εκμετάλλευση

α) Επίγνωση των πιθανών προβλημάτων που μπορεί να προκύψουν από τις διπλές σχέσεις και υποχρέωση αποφυγής τέτοιων σχέσεων, οι οποίες μειώνουν την απαραίτητη επαγγελματική απόσταση ή μπορεί να οδηγήσουν σε σύγκρουση συμφερόντων, ή εκμετάλλευση του πελάτη.

β) Υποχρέωση να μην εκμεταλλεύονται μία επαγγελματική σχέση για την προώθηση προσωπικών ή ιδεολογικών συμφερόντων.

γ) Επίγνωση ότι η σύγκρουση συμφερόντων και η ανισότητα δύναμης σε μία σχέση μπορεί να υφίσταται ακόμα και μετά τον επίσημο τερματισμό της σχέσης, και ότι μπορεί να εξακολουθούν να ισχύουν οι επαγγελματικές ευθύνες.

3.4.5 Πράξεις Συναδέλφων

Υποχρέωση να κάνουν λογική κριτική των επαγγελματικών πράξεων των συναδέλφων, και να αναλαμβάνουν να ενημερώνουν τους συναδέλφους και, αν χρειαστεί, τις σχετικές επαγγελματικές ενώσεις, αν τίθεται ζήτημα αντιδεοντολογικών πράξεων.

 

ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΨΥΧΟΛΟΓΟΥΣ

Σκοπός αυτού του Καταστατικού Χάρτη είναι να καταγράψει τις κατευθυντήριες αρχές επαγγελματικής ηθικής για όλους τους ψυχολόγους, με οποιαδήποτε ειδίκευση, μέθοδο που ακολουθούν, καθήκοντα που αναλαμβάνουν, θεωρητικό ή πρακτικό προσανατολισμό και επαγγελματικούς στόχους.

Οι ψυχολόγοι βασίζουν την έρευνα και την πρακτική τους σε ένα οργανωμένο σύνολο καθιερωμένων και έγκυρων ειδικών επιστημονικών γνώσεων.

Το αντικείμενο της επιστήμης αυτής είναι το σύνολο των αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ του ψυχισμού και των τρόπων συμπεριφοράς τόσο των ατόμων όσο και των ομάδων.

Για να επιτύχουν τους συγκεκριμένους στόχους της επιστήμης και των τομέων γνώσης τους, οι ψυχολόγοι επικεντρώνουν την προσοχή τους στην ψυχική ζωή των ατόμων και των ομάδων.

Η επαγγελματική αυτή ιδιαιτερότητα υποχρεώνει τους ψυχολόγους να εξασφαλίζουν κάθε φορά τις υψηλότερες εγγυήσεις ηθικής. Ως εκ τούτου, οι υπευθυνότητες που δεσμεύουν ηθικά τους ψυχολόγους, καθορίζουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την άσκηση της εργασίας τους κατά τον δέοντα τρόπο.

Έτσι, οι βασικές αρχές ηθικής αυτού του Καταστατικού Χάρτη θέτουν για τους επαγγελματίες τα θεμέλια της ανάπτυξης και άσκησης της ψυχολογίας και βάσει αυτών των αρχών ενεργούν, καθοδηγούνται και δεσμεύονται.

Οι βασικές αυτές αρχές είναι οι εξής:

Σεβασμός και ανάπτυξη των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας των ατόμων

Ο ψυχολόγος σέβεται και καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την προώθηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ατόμων, της ελευθερίας, και αξιοπρέπειας τους, του απορρήτου της προσωπικής τους ζωής και της αυτονομίας του, καθώς και της καλής ψυχολογικής τους κατάστασης.

Επιτελεί το έργο του μόνο με τη συγκατάθεση των ενδιαφερομένων, εκτός των περιπτώσεων που ο νόμος προβλέπει διαφορετικά. Αντίστοιχα, ο οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος πρέπει να είναι σε θέση να απευθύνεται άμεσα και ελεύθερα στον ψυχολόγο της επιλογής του.

Ο ψυχολόγος εγγυάται την εχεμύθεια, σέβεται το επαγγελματικό απόρρητο, προστατεύει την ιδιωτική ζωή του ατόμου, ακόμα και όταν χρειάζεται να δώσει πληροφορίες σχετικά με τη δουλειά του.

Υπευθυνότητα

Μέσα στα πλαίσια των επαγγελματικών ικανοτήτων του, ο ψυχολόγος αναλαμβάνει την ευθύνη για την επιλογή, την εφαρμογή, τις συνέπειες, τις μεθόδους και τεχνικές που χρησιμοποιεί, καθώς και για τις επαγγελματικές συμβουλές που παρέχει αναφορικά με άτομα, ομάδες και την κοινωνία.

Δεν δέχεται σε καμία περίπτωση να εμπλακεί ή να αναλάβει καθήκοντα θεωρητικής ή τεχνικής φύσεως, που θα συγκρούονταν με τις αρχές ηθικής του.

Επάρκεια

Οι αρμοδιότητες του ψυχολόγου απορρέουν από θεωρητικές σπουδές ανώτατου επιπέδου πανεπιστημιακής βαθμίδας, που ανανεώνονται με διαρκή ενημέρωση, καθώς και από πρακτική εκπαίδευση υπό την επίβλεψη ομότιμών του. Ο ψυχολόγος μπορεί να προβάλει μόνο τα ειδικά προσόντα που απορρέουν από τις σπουδές, την εκπαίδευση και την προσωπική του εμπειρία, καθορίζοντας μέσω αυτών τα δικά του επαγγελματικά όρια.

Ακεραιότητα

Ο ακρογωνιαίος λίθος για την εφαρμογή των τριών προηγούμενων αρχών είναι η ακεραιότητα του χαρακτήρα, η οποία αποτελεί υποχρέωση του κάθε ψυχολόγου να τη σέβεται και να συμβάλει στην ανάπτυξή της κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων του και κατά τη διαρκή προσπάθειά του να αποσαφηνίσει το ρόλο, την προσέγγιση, την αποστολή και λειτουργία του, καθώς και τις υπηρεσίες που προσφέρει.

Οι τέσσερις αυτές αρχές είναι βασικές και ουσιώδεις. Οι ψυχολόγοι δεσμεύονται να σέβονται και να προάγουν αυτές τις αρχές, να καθοδηγούνται από αυτές και να φροντίζουν για τη διάδοση τους.

Με βάση αυτές τις αρχές ρυθμίζονται οι σχέσεις των ψυχολόγων με τα μέλη της δικής τους επιστημονικής κοινότητας, καθώς και εκείνες με τους άλλους επαγγελματικούς κλάδους.

(Εγκρίθηκε στη Γ.Σ. της ΕFFPA  στην Αθήνα τον Ιούλιο του 1995).

Πηγή: ΣΕΨ Σύλλογος Ελλήνων Ψυχολόγων, 2020